συνεκφορώ

συνεκφορώ
-έω, ΜΑ
μσν.
λαμβάνω πόρους ταυτοχρόνως («μεγάλας ὠφελείας... ἐκ τῶν βασιλικῶν ταμείων συνεκφορήσαντα», Λέων Δ.)
αρχ.
μεταφέρω έξω μαζί («οὐκ ὀλίγα τῶν ἐπίπλων... συνεκφορήσαντες», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκφορῶ «μεταφέρω έξω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”